ἄνους

ἄνους
ἄνοος
without understanding
masc/fem nom pl
ἄνοος
without understanding
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άνους — ουν (AM ἄνους και ἄνοος, ον) 1. άμυαλος, ανόητος 2. επιπόλαιος, ασύνετος νεοελλ. αυτός που πάσχει από άνοια …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՄԻՏ — (մտի, տաց կամ տից.) NBH 1 0204 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c ա. ἅνους mente carens Ոյր չգուցէ միտ. չունօղ զկարողութիւն մտաւոր. անբան. *(Ապողինար) մարդ անմիտ ընդունելով զտէրունականն: Եթէ յանմիտ մարդ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • άνοος — (anous). Γένος χαραδριομόρφων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Ζουν στις παράκτιες περιοχές της Νότιας Αμερικής και κυρίως στις χώρες με θερμό κλίμα. Τα πουλιά αυτά μοιάζουν με γλάρους και το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 40 εκ. Έχουν πολύ… …   Dictionary of Greek

  • βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”